- τρομαγμένος
- [тромагмэнос] εκ. испуганный, устрашенный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
έκπτοιος — ἔκπτοιος, ον (Α) φοβισμένος, τρομαγμένος … Dictionary of Greek
έκτρομος — ἔκτρομος, ον (Α) αυτός που τρέμει, περίτρομος, τρομαγμένος, φοβισμένος … Dictionary of Greek
έκφοβος — ἔκφοβος, ον (Α) γεμάτος φόβο, φοβισμένος, τρομαγμένος … Dictionary of Greek
έμφοβος — η, ο (Μ ἔμφοβος, ον) φοβισμένος, τρομαγμένος, έντρομος αρχ. 1. τρομερός φοβερός, αυτός που εμπνέει φόβο 2. αυτός που κατέχεται από θείο φόβο. επίρρ... εμφόβως με φόβο, φοβισμένα, δειλά … Dictionary of Greek
έντρομος — η, ο (AM ἔντρομος, ον) ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος αρχ. αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση. επίρρ... ἐντρόμως με τρόμο, τρομαγμένα … Dictionary of Greek
δειμαλέος — δειμαλέος, α, ον (Α) 1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο) 2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
διαπαπταίνω — (Α) [παπταίνω] κοιτάζω τριγύρω τρομαγμένος … Dictionary of Greek
επίτρομος — ἐπίτρομος, ον (Α) έντρομος, φοβισμένος, τρομαγμένος … Dictionary of Greek
θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… … Dictionary of Greek
θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… … Dictionary of Greek
κέρβερος — Μυθολογικό ον. Είχε μορφή σκύλου με τρία (ή πενήντα) κεφάλια και ουρά φιδιού και φρουρούσε την είσοδο του Άδη. Ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως επίσης ο δικέφαλος σκύλος του Γηρυόνη, Όρθρος, η Λερναία Ύδρα και άλλα τέρατα. Ο Κ.… … Dictionary of Greek